- τριετηρικός
- τρῐετ-ηρικός, ή, όν,A belonging to a
τριετηρίς, παντέλεια Plu.2.671d
;ἀγῶνες τ. IG5(1).662.6
([place name] Laconia), cf. POxy.2105.3 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριετηρίς, παντέλεια Plu.2.671d
;ἀγῶνες τ. IG5(1).662.6
([place name] Laconia), cf. POxy.2105.3 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριετηρικός — ή, όν, Α [τριετηρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα 2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία … Dictionary of Greek
τριετηρικά — τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc pl τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc/acc dual τριετηρικά̱ , τριετηρικός belonging to a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικόν — τριετηρικός belonging to a masc acc sg τριετηρικός belonging to a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικοῦ — τριετηρικός belonging to a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικήν — τριετηρικός belonging to a fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικῶς — τριετηρικός belonging to a adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικῷ — τριετηρικός belonging to a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριετηρικάς — τριετηρικά̱ς , τριετηρικός belonging to a fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)